ἀγκυροβόλιον

ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροβόλιον
anchorage
neut nom/voc/acc sg
ἀ̱γκυροβόλιον , ἀγκυροβολέω
secure by throwing an anchor
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀ̱γκυροβόλιον , ἀγκυροβολέω
secure by throwing an anchor
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀγκυροβολέω
secure by throwing an anchor
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀγκυροβολέω
secure by throwing an anchor
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άγκυροβόλιον — ἀγκυροβόλιον, το (Α) βλ. αγκυροβόλιο …   Dictionary of Greek

  • ἀγκυροβολίοις — ἀγκυροβόλιον anchorage neut dat pl ἀγκυροβολέω secure by throwing an anchor pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκυροβολίων — ἀγκυροβόλιον anchorage neut gen pl ἀγκυροβολέω secure by throwing an anchor pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκυροβολίῳ — ἀγκυροβόλιον anchorage neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκυροβόλια — ἀγκυροβόλιον anchorage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβολώ — (Α ἀγκυροβολῶ) ποντίζω, ρίχνω την άγκυρα και ασφαλίζω έτσι το πλοίο κατά την προσόρμισή του αρχ. στερεώνω, γαντζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + βάλλω. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυροβόλιον νεοελλ. αγκυροβόλημα, αγκυροβόληση, αγκυροβόλι, αγκυροβολία] …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβόλιο — το (Α ἀγκυρηβόλιον και ἀγκυροβόλιον) τόπος κατάλληλος για το αγκυροβόλημα πλοίου, αραξοβόλι, όρμος, λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • αραξοβόλι — το 1. μέρος απάνεμο στην ακτή, μικρό λιμάνι 2. καταφυγή, καταφύγιο, άσυλο 3. πέτρα που χρησιμεύει για να στερεώνονται τα παραγάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αράζω (άραξα), αναλογικά με το μτγν. ουσ. αγκυροβόλιον, όλι] …   Dictionary of Greek

  • νέαον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀγκυροβόλιον» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”